- παστεριώνω
- παστεριώνω, παστερίωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παστεριώνω — και παστεριώ, όω και παστερίζω αποστειρώνω με τη μέθοδο τού Παστέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Γάλλου Pasteur + κατάλ. ιώνω / ίζω (πρβλ. γαλλ. pasteuriser). Η μτχ. τού παστερίζω, παστερισμένος, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παστεριώνω — παστερίωσα, παστεριώθηκα, παστεριωμένος, αποστειρώνω, καταστρέφω τα μικρόβια με τη μέθοδο του Παστέρ: Το γάλα σήμερα πουλιέται παστεριωμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παστερίζω — βλ. παστεριώνω … Dictionary of Greek
παστερίωση — Μέθοδος εξουδετέρωσης με χρήση θερμότητας των φυσικών ενζύμων ή παθογόνων σπερμάτων που βρίσκονται σε οργανικά υγρά. Ο Παστέρ υπήρξε ο πρώτος που επινόησε τη μέθοδο αυτή για την αποστείρωση των υγρών. Η π. εφαρμόζεται ειδικά για να συντηρηθεί το… … Dictionary of Greek
παστεριωτήρας — ο (τροφ. τεχνολ.) συσκευή με την οποία παστεριώνονται υγρά τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστεριώνω + επίθημα τήρ (πρβλ. γαλλ. pasteurisateur)] … Dictionary of Greek
παστεριώ — όω βλ. παστεριώνω … Dictionary of Greek